Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ




ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ,ΣΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΟΥΣ ΒΙΒΛΙΑ,ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ ΠΟΥ ΦΥΣΙΚΑ,ΓΙ'ΑΥΤΟΥΣ,ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΛΛΑ ΑΡΧΑΙΟΙ....ΤΟΥΡΚΟΙ.
ΝΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΝΑ ΠΟΥΝ ΟΤΙ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΝΟΜΑΔΙΚΕΣ,ΒΑΡΒΑΡΕΣ ΦΥΛΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΗΡΘΑΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ ΛΕΗΛΑΤΩΝΤΑΣ,ΣΦΑΖΟΝΤΑΣ,ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΕΒΡΙΣΚΑΝ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥΣ.
ΔΕΙΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΕΙΜΕΝΟ:


Κατά μήκος της απέραντης ευρασιατικής στέππας, από τα σύνορα της Κίνας, μέσα από το Τουρκεστάν και πέρα από αυτό, κύματα από νομάδες περιφέρονταν επί σειρά αιώνων, κατευθυνόμενα προς τη Δύση. Κοινότητες ποιμένων, κτηνοτρόφοι, που κατοικία τους ήταν η σκηνή, ιππείς καικαμηλιέρηδες, που έτρεφαν και συντηρούσαν κοπάδια βοϊδοπρόβατα, που με την σειρά τους έτρεφαν κι έντυναν τους ίδιους, πήγαιναν διαδοχικά από βοσκοτόπι σε βοσκοτόπι, ανάλογα μετην εποχή, μετακινούμενοι κατά περιόδους είτε για ανεύρεση καλύτερης γης, είτε για να αποφύγουν την πίεση άλλων παρόμοιων νομάδων. Συνήθως, αντήλλασσαν τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα με εκείνα των κατοίκων των πόλεων και των γεωργών, ενώ πιο σπάνια εγκαθίσταντοκαι οι ίδιοι μόνιμα σε κάποια υγρή όαση, για να αφοσιωθούν στην καλλιέργεια της γης.Αυτοί οι νομάδες της στέππας, οι υποχρεωμένοι να μάχονται συνέχεια εναντίον των φυσικών δυνάμεων, για να διατηρήσουν την ποιμενική τους οικονομία μέσα σε ένα είδος χαλαρής ομοσπονδίας κλειστών φυλετικών κοινωνιών, ανέπτυξαν τις δικές τους ιδιάζουσες δραστηριότητες.Ανάμεσά τους υπήρξε και ένας δυναμικός λαός, που αργότερα έγινε γνωστός με το όνομα“Τούρκοι”. Για τους Κινέζους και άλλους γειτονικούς λαούς, αυτοί ήταν οι Τού-Κουέ ή Ντούργκο, μία πολεμική φυλή, που πήρε το όνομά της, όπως έλεγαν, από έναν λόφο στην περιοχή όπου ζούσαν, ο οποίος είχε το σχήμα κράνους. Ταυτισμένοι παλαιότερα με τους Ούννους, οι Τούρκοι ήταν συγγενείς με τους Μογγόλους και με τους λαούς εκείνους που αργότερα έγιναν γνωστοί σαν Φίννοι και Ούγγροι. Κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. κατέκτησαν έναν συγγενικό τους λαό, ώστε να αποκτήσουν τον έλεγχο πάνω σε μία χώρα που έγινε γνωστή ως Μογγολία.Από τότε εξαπλώθηκαν σε μεγάλη έκταση στη στέππα, τόσο προς τα βόρεια, όσο και προς τα νότια και δυτικά, δημιουργώντας μια μεγάλη νομαδική δύναμη.Παρ' όλο που εξαιτίας της μεγάλης διασποράς τους έχασαν την επαφή μεταξύ τους, εν-τούτοις διατήρησαν ευδιάκριτα τα φυλετικά και γλωσσικά τους χαρακτηριστικά. Το αίσθημα της κοινής τους ταυτότητας ήταν τόσο ισχυρό, ώστε κατά τις παγανιστικές τελετουργίες λατρείας της γης, του αέρα, της φωτιάς και του νερού, να αναφέρονται σε αυτά τα στοιχεία της φύσης,ονομάζοντάς τα τουρκικά. Αφού ξεπέρασαν γρήγορα τον απλό ποιμενικό βαρβαρισμό, οι Τούρκοι αυτοί δημιούργησαν, μέσα στα πλαίσια της πατριαρχικής τους φυλετικής κοινωνίας, τον δικό τους πολιτισμό, με ηγέτες που δεν ήταν πια απλά οι γεροντότεροι της φυλής, και με φυλές υποταγμένες στην ηγεμονία τους.Στις αρχές του 8ου αιώνα κινήθηκαν δυτικά, γνωστοί με το γενικό όνομα “Ογούς”, που καθοδηγούσε, κατά τον μύθο, ένας γκρίζος λύκος, και ηγέτες τους ήταν κυρίως φύλαρχοι της φυλής του Σελτζούκ, και έφθασαν στην Σαμαρκάνδη της Τρανσοξιανής, για να επιβάλλουν την ηγεμονία τους στην κεντροδυτική Ασία. Την ίδια εποχή είχαν επεκταθεί σαρωτικά από την Αραβία προς τα βόρεια και τα ανατολικά, για να κατακτήσουν την Περσική αυτοκρατορία.Η τουρκική ισχύς υποχώρησε μπροστά στην νέα δύναμη. Οι εμπορικές, όμως, και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ των δύο λαών διατηρήθηκαν.Αντάλλασσαν τα γεωργικά και κτηνοτροφικά τους προϊόντα, χρησιμοποιώντας καραβάνια κατά μήκος των εμπορικών δρόμων, προς αμοιβαίο όφελος. Επιπλέον, οι Τούρκοι, από τον 9ο αιώνα και μετά, άρχισαν να εγκαταλείπουν τις παγανιστικές τους πεποιθήσεις και να ασπάζονται τον Ισλαμισμό.Οι Άραβες διέκριναν πολύ γρήγορα τις πολεμικές ιδιότητες αυτού του Τουρκικού λαού.Εκτός από την καρτερία, αυτοπειθαρχία και προνοητικότητα που διέθεταν, ο νομαδικός τρόπος ζωής τους είχε καλλιεργήσει ένα πνεύμα αγωνιστικότητας, την συνήθεια να βρίσκονται σε κίνηση, ιππευτικές δεξιότητες και μία ασυνήθιστη δεξιοτεχνία ως έφιπποι τοξότες. Έτσι, ο στρατός του χαλιφάτου των Αββασιδών άρχισε να στρατολογεί Τούρκους στις τάξεις του,προσηλυτισμένους μουσουλμάνους, σε ένα καθεστώς ανώτερων δούλων, που ήταν ελεύθεροι να προαχθούν και να ανέλθουν στην ιεραρχία.Με αυτόν το τρόπο, από το τέλος του 9ου αιώνα, περισσότερες στρατιωτικές διοικήσεις και πολλά πολιτικά αξιώματα του αραβικού κράτους βρίσκονταν στα χέρια των μουσουλμάνων Τούρκων. Καθώς η αυτοκρατορία έφθινε κατά τον 11ο αιώνα, η δυναστεία των Σελτζουκιδών συμπλήρωνε το κενό με μια δική της αυτοκρατορία, ένα ισλαμικό καθεστώς βασισμένο στις παραδόσεις του χαλιφάτου των Αββασιδών, που απορρόφησε άλλες τουρκο-ισλαμικές ηγεμονίες και, με το τόξο και το βέλος ως σύμβολα εξουσίας που του ταίριαζαν,επεξέτεινε την κυριαρχία του πάνω στην Περσία, την Μεσοποταμία και την Συρία. Με αυτόν τον τρόπο, κατόρθωσε ένας νομαδικός λαός της στέππας να εγκατασταθεί μόνιμα σε έναν καθορισμένο γεωγραφικό χώρο.Σε αντίθεση με άλλους νομάδες που αναφέρονται στην ιστορία, τους Ούννους, τους Μογγόλους ή τους εφήμερους Αβάρους, οι Σελτζούκοι Τούρκοι δέχθηκαν με αποφασιστικό πνεύμα την πρόκληση της μόνιμης εγκατάστασης.Προσάρτησαν τις δικές τους παραδόσεις και θεσμούς στις απαιτήσεις ενός αστικού πολιτισμού, καθώς ο παλαιός μουσουλμανικός κόσμος προχωρούσε σε μια νέα φάση κοινωνικής και οικονομικής, θρησκευτικής και πνευματικής ανάπτυξης.Έτσι, αυτοί οι βοσκοί και πολεμιστές από την στέππα, έγιναν κάτοικοι πόλεων, διαχειριστές πραγμάτων, έμποροι, βιομήχανοι, τεχνίτες, κάτοχοι και καλλιεργητές γης, κατασκευαστές δρόμων, χανιών για τα καραβάνια, και τζαμιών.Οπωσδήποτε, έξω από την αστική συγκεντρωτική κοινωνία του σελτζουκικού καθεστώτος παρέμεινε ένα μεγάλο μέρος του τουρκικού λαού, ανεξάρτητο ουσιαστικά, που συνέχιζε να περιπλανάται ως νομάς στις ορεινές περιοχές.Αφού συνδέθηκαν με άλλες ποιμενικές φυλές, μερικές από τις οποίες παρέμειναν παγανιστικές, αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ομάδες πολεμιστών, που υπήρξαν αρχικά το κύριο στήριγμα των στρατιωτικών δυνάμεων των Σελτζουκιδών.Τώρα λυμαίνονταν τις οργανωμένες επαρχίες και δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στην κεντρική κυβέρνηση με τις παράνομες ληστρικές τους μεθόδους. Δημιουργώντας, στην πραγματικότητα, μία χωριστή κοινωνία από εκείνη του κράτους, με δική της κουλτούρα και χωριστές τάσεις, έγιναν γνωστοί με το όνομα “Τουρκομάνοι”, χαρακτηρισμός που ανταποκρινόταν αποκλειστικά και μόνο στα μουσουλμανικά τους γνωρίσματα.Ανάμεσα σε αυτούς, οι Γαζήδες, οι “ιεροί πολεμιστές της πίστης”, κατάλοιπο μιας παλαιότερης λαϊκής κίνησης, είχαν τον πρώτο λόγο. Στρατολογημένοι από ένα ανάμικτο πλήθος από εθελοντές, συχνά αλήτες, φυγάδες, δυσαρεστημένους και άστεγους, που ζητούσαν να επιβιώσουν,το μόνο που έμενε να κάμουν ήταν να πολεμούν τον “άπιστο”, ενώ το κυριότερό τους κίνητρο ήταν το πλιάτσικο.Ήταν από παράδοση και πολεμιστές των συνόρων, οι απελάτες, που επεξέτειναν τις επιδρομές τους πέρα από τα ισλαμικά σύνορα. Κατά τον 11ο αιώνα έφθασαν να διεξάγουν επιχειρήσεις στη Δύση, στα χαλαρά σύνορα μεταξύ Σελτζούκων και Βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Μ. Ασία. Εδώ βρέθηκαν αντιμέτωποι με τμήματα Ελλήνων πολεμιστών των συνόρων,των Ακριτών, με τους οποίους είχαν αρκετές ομοιότητες ως προς την πολεμική παράδοση και την απομόνωσή τους από κάθε κεντρική εξουσία, ώστε να φαίνονται πολλές φορές σαν“συνάδελφοι εν όπλοις”. Άλλα διαφορετικά στοιχεία Τουρκομάνων είχαν επίσης την τάση να τραβούν για τα σύνορα προς αναζήτηση νέων βοσκότοπων και για να ενωθούν με τους Γαζήδες στις λεηλασίες, σε μια εποχή που η βυζαντινή άμυνα βρισκόταν σε αδυναμία.Παρ' όλα αυτά, δεν ήταν μέρος της πολιτικής των Σελτζούκων σουλτάνων, που έκλιναν υπέρ της δημιουργίας μιας μουσουλμανικής αυτοκρατορίας προς τα νότια, να έλθουν σε σύγκρουση με τη χριστιανική αυτοκρατορία του βυζαντίου, της οποίας η ουδετερότητα τους εξασφάλιζε τα πλευρά στην Συρία.Εν τούτοις, ενεπλάκησαν σε πόλεμο, αφού βρέθηκαν προ τετελεσμένου γεγονότος, που κυρίως οφειλόταν στην οργανωμένη δύναμη των φιλοπόλεμων Γαζήδων και στις δυνάμεις των πλιατσικολόγων Τουρκομάνων. Η σελτζουκική κυβέρνηση ήταν αναγκασμένη να λάβει σοβαρά υπόψη την κατάσταση αυτήν και, όσο ήταν δυνατό, να την μετατρέψει προς εξυπηρέτηση δικών της στόχων. ΄Ετσι, ο σελτζούκος σουλτάνος Τογρούλ, έστρεψε τους ιερούς πολεμιστές, απ' τις λεηλασίες των μουσουλμανικών περιοχών, σε διαδοχικές επιδρομές εναντίον της χριστιανικής Αρμενίας, μιας αμφισβητούμενης συνοριακής επαρχίας. Εδώ, την επιτυχία τους στη μάχη ακολούθησαν επιδρομές με αυξημένη ένταση και θρασύτητα, με εισχωρήσεις από την ανατολική στην κεντρική Ανατολία, μέχρι και την περιοχή των ακτών του Αιγαίου.Εναντίον τέτοιων προσβολών μέσα στο βασίλειό του, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός ο Δ' ο Διογένης αισθάνθηκε υποχρεωμένος να αντιδράσει. Σε μια προσπάθεια να επανακτήσει λοιπόν τον έλεγχο της Αρμενίας, βάδισε κατά των Τούρκων με ένα ποικιλόμορφο στράτευμα, αποτελούμενο κυρίως από ξένους μισθοφόρους.Αποτέλεσμα ήταν να ηττηθεί ο ίδιος ο αυτοκράτορας και να συλληφθεί από τον Σουλτάνο Άρπ- Αρσλάν, κατά την ιστορική μάχη του Μάτζικερτ το 1071, κοντά στα σύνορα του κράτους.Ήταν μία μάχη που στην μνήμη των βυζαντινών θα παρέμενε για πάντα σαν “η τρομερήμέρα”, μία ιστορική σύγκρουση μεταξύ δύο δυνάμεων και δύο θρησκειών, που άνοιξε τον δρόμο στους Τούρκους, μια για πάντα, προς τη Μικρά Ασία.Η μάχη του Μάτζικερτ αποτελούσε ταυτόχρονα, όμως, και έναν βαρυσήμαντο υπαινιγμό για νέες κατακτήσεις στο μέλλον. Προς το παρόν, πάντως, δεν επέφερε την διακοπή της συνέχειας στην κατάσταση των εδαφών που καταλήφθηκαν. Γιατί ήταν μια νίκη που επιζη-τήθηκε και κατορθώθηκε μάλλον από φιλοπόλεμους άτακτους μουσουλμάνους, παρά από τις τακτικές δυνάμεις του σελτζουκικού κράτους. Το άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα της νίκης ήταν η εξάπλωση, διαμέσου της ανατολικής, στην κεντρική Μ. Ασία, του ανάμικτου επαρχιωτικού πολιτισμού των Γαζήδων. Οι Τουρκομάνοι νομάδες διακινούντο τώρα μέσα σε νέες χώρες,χωρίς συνοριακά εμπόδια. “Μόνο το βυζαντινό βερνίκι χάθηκε”, γράφει ο Πολ Βίττεκ, “για να αντικατασταθεί αργότερα από άλλο ισλαμικό. Το τοπικό υπόστρωμα διατηρήθηκε”. Ούτε και αυτό τούτο το σελτζουκικό κράτος, που είχε ακόμη στραμμένη την προσοχή του στον μουσουλμανικό κόσμο, δεν βιαζόταν να ενσωματώσει, ένα μέρος του βυζαντίου που κατέκτησε.Αφού ελευθέρωσαν τον αιχμάλωτο αυτοκράτορα, οι ηγέτες του αρκέστηκαν σε μια τοπική επικυριαρχία πάνω στις επαρχίες που κατακτήθηκαν, με επικεφαλής έναν πρίγκηπα των σελτζούκων με το όνομα Σουλεϋμάν. Στο μεταξύ, προς το τέλος του 11ου αιώνα, έλαβε χώρα η πρώτη σταυροφορία στη Μ.Ασία, δημιουργώντας έτσι μια ρευστή κατάσταση στις σχέσεις μουσουλμάνων-χριστιανών.Οι σελτζούκοι δεν έπαψαν να έχουν στραμμένη την προσοχή τους στον παλιό μουσουλ-μανικό κόσμο, παρά μόνο έως τα μέσα του 12ου αιώνα. Από τότε αδιαφόρησαν γι' αυτόν,για να ιδρύσουν στην Μ.Ασία, στα μουσουλμανικά χνάρια και πάνω σε σταθερά θεμέλια, μια κανονική ηγεμονία με τις δικές της δυναστείες σουλτάνων, που κυβερνούσε την κεντρικήΑνατολία από την πρωτεύουσά τους, την πόλη Κόννα (Ικόνιο).Η δυναστεία τους έγινε γνωστή σε άλλες μουσουλμανικές δυνάμεις ως το σουλτανάτο των Ρουμ (Ρωμηών). Αυτοί στην αραβική γλώσσα ήταν οι “Καίσαρες της Ρώμης”, που είχαν σκοπό να κληρονομήσουν αυτο το κατάλοιπο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Με αυτόν τον τρόπο, οι ίδιοι οι Βυζαντινοί χριστιανοί μετά τη μάχη στο Μυριοκέφαλο, έναν αιώνα μετά το Μάτζικερτ, συνέχισαν να διοικούν στην Δυτική Ανατολία πίσω από ένα συμφωνημένο σύνορο ή συνοριακή γραμμή, σε ειρηνικές σχέσεις με ένα παγιωμένο σελτζουκικό καθεστώς.Έτσι, οι Σελτζούκοι των Ρουμ, κερδίζοντας γόητρο μέσα σε όλο το Ισλάμ, εξαιτίας της βασιλικής τους καταγωγής από τους μεγάλους σελτζούκους της Περσίας, αναπτύχθηκαν σε μια ισχυρή και ευημερούσα δύναμη, που έφθασε στο ζενίθ της κατά το πρώτο ήμιση του 13ουαιώνα.Δεν έμελλε όμως να έχει διάρκεια αυτή η κατάσταση. Τώρα, μια νέα και πιο εκρηκτική νομαδική δύναμη εμφανίστηκε ορμητική πάνω από αυτούς, οι συγγενικοί τους Μογγόλοι.Ξεχύθηκαν πάνω στην ευρασιατική στέππα, όπως είχαν κάνει και οι Τούρκοι, προχωρώντας κατά το βορρά μέσα στη Ρωσία, κατά την ανατολή μέσα στην Κίνα, και δυτικά, διασχίζοντας την Ασία, για να περισφίξουν τον μουσουλμανικό κόσμο.Σε αυτούς οφειλόταν μια εισβολή που έγινε από τον Τζένγκις – Χαν, κατά τις αρχές του 13ου αιώνα, ενώ στους επόμενους αιώνες οι απόγονοί του τους απέκλεισαν τα σύνορά τους.Οι Τούρκοι νομάδες υποχωρούσαν μπροστά τους, μέχρις ότου νέες ορδές Τουρκομάνων και μπουλούκια πολεμιστών ξεχύθηκαν στην Μ.Ασία, σκορπίζοντας τον τρόμο μέσα στο σελτζουκικό κράτος στο Ικόνιο. Αμέσως μετά ακολούθησαν μογγολικές δυνάμεις, με μια θηριώδη έφοδο.Κατά το 1423 κατατρόπωσαν τον μέχρι τότε αήττητο σελτζουκικό στρατό στην τοποθεσία Κιοσέ Νταχ, μεταξύ Σίβας (Σεβάστεια) και Ερζιγιόν, παρ' όλες τις βυζαντινές ενισχύσεις που πήρε και τους μισθοφόρους που είχε αυτός, και συνέχισαν θέτοντας υπό τον έλεγχό τους όσες χώρες και πόλεις ήθελαν. Ολόκληρη η πορεία της Μ.Ασίας είχε αλλάξει στο διάστημα μιας μέρας.Η δύναμη των σελτζούκων Ρουμ έπαψε να υφίσταται ως η δύναμη των μεγάλων σελτζούκωντης Περσίας. Οι σουλτάνοι του Ικονίου υποδουλώθηκαν σε ένα μογγολικό προτεκτοράτο, το οποίο τώρα κυβερνούσε ο Χολαγού. Αλλά και αυτή η ίδια η μογγολική δύναμη, όπως και η δύναμη άλλων νομάδων λαών, αποδείχθηκε εφήμερη, όταν βρέθηκε ανάμεσα σε μία οργανωμένη κοινωνία, αφού επέζησε για μια μόνο γενιά στη Μ.Ασία. Η δύναμη πάντως που τη διαδέχθηκε δεν ήταν πια δύναμη των σελτζούκων.Στο μεταξύ, για ένα μεγάλο μέρος της Μ.Ασίας, τα πράγματα είχαν επανέλθει στην κατάσταση του επαρχιωτικού απομονωμένου πολιτισμού, του ανεξάρτητου από κάθε κεντρική εξουσία. Οι απελάτες επανήλθαν στα σύνορα, λεηλατώντας, ή και καταλαμβάνοντας ακόμα πόλεις, χωρίς αντίσταση, σε όλη την βυζαντινή συνοριακή ζώνη.Γρήγορα ενισχύθηκαν όχι μόνο από φυλές Τουρκομάνων, όπως συνέβαινε στο παρελθόν,αλλά και από ομάδες φυγάδων, που προέρχονταν από το κατεστραμμένο σελτζουκικό κράτος,ακόμη και από “ιερά προσωπα”, Σεϊχιδες και Δερβίσηδες ανορθόδοξων μουσουλμανικών πεποιθήσεων, που είχαν καταφύγει από το Τουρκεστάν και την Περσία στην Μ.Ασία. Όλοι αυτοί άναψαν πάλι τον τουρκικό ενθουσιασμό για πόλεμο κατά των “απίστων”.Η δύναμη τώρα βρισκόταν στα χέρια των Γαζήδων. Εκμεταλευόμενοι αδυναμίες της βυζαντινής άμυνας, παρακινούμενοι, όπως και πριν, όχι μόνο από φανατισμό, αλλά και από ανάγκη κατάκτησης γης και λαφυραγωγίας, και αφού συνάντησαν λίγη αντίσταση ακόμα και από αυτούς τους “αδελφούς εχθρούς”, τους Ακρίτες, που ήταν τώρα εγκαταλελειμμένοι από μια διαιρεμένη και ανασφαλή βυζαντινή κυβέρνηση, ξεχύθηκαν σχεδόν ανενόχλητοι στο εσωτερικό της δυτικής Μ.Ασίας, της οποίας οι περισσότερες επαρχίες είχαν στην πραγματικότητα απωλεσθεί για το βυζάντιο από το 1300μ.Χ. Μετά από συγκρούσεις μεταξύ τους, για τον διαμερισμο αυτών των περιοχών, οι φύλαρχοι βρέθηκαν τελικά κυβερνήτες κάπου δέκα οργανωμένων ηγεμονιών των Γαζήδων. Μία από αυτές, η ηγεμονία του Οσμάν, έμελλε να εξελιχθεί σε μια μεγάλη δύναμη, την Οθωμανική αυτοκρατορία, που διήρκεσε περίπου έξι αιώνες από την πτώση του βυζαντίου και ύστερα, με τις γνωστές συνέπειες που μέχρι σήμερα βιώνουμε σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Δ.Θαλασσινού, περιοδικό ΙΧΩΡ,05\2003, Τ.33.